- πολυφροσύνη
- ἡ, Α [πολύφρων]1. πολλή σύνεση, φρόνηση2. μεγάλη αντίληψη, ευφυΐα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυφροσύνῃ — πολυφροσύνη fullness of understanding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφροσύνηι — πολυφροσύνῃ , πολυφροσύνη fullness of understanding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφροσύναις — πολυφροσύνη fullness of understanding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… … Dictionary of Greek